Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Μια ολόκληρη ζωή χαραγμένη πάνω σε δίσκους των 78στρ...



Η Μπύρα του Πίκινου


Ο Μπαλζάκ στην „Εξαδέλφη Μπέττα“ γράφει πως, όταν ο καλλιτέχνης ξεμένει από εμπνεύσεις, γίνεται κριτικός!

Όσο όμως υπάρχουν άνθρωποι, οι εμπνεύσεις ποτέ δε στερεύουν (πόσο μάλλον oι κριτικές!). Άλλωστε, δε φαντάζομαι να πιστέψατε στα σοβαρά, ότι θα σας αφήναμε φέτος δίχως τραγούδια!

Ιδού, λοιπόν, ένα θέμα που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα!

Τις θερμές μας ευχαριστίες στον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Κώστα Μαντέλο, που μας τίμησε με το παίξιμό του.

Τα σέβη μας στον Δημήτρη Αγγελόπουλο, που με την εξαιρετική του φωνή ζωντάνεψε το ξεσηκωτικό αυτό σερβικάκι!

Δημήτρη Ν., καλή μας συνέχεια, αδελφέ μου!



♠ ♣ ♥ ♦   Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ   ♠ ♣ ♥ ♦



Είμαι 'γω το συλλεκτάκι                         οργανάκια και μπομπίνες
κι όλο στο Μοναστηράκι                         τα τσιμπάω με δυο χήνες
βρίσκω πράμμα διαλεχτό                       τους μπερδεύω στο λεπτό.

       ♠ ♣ ♥ ♦

Στου ρεμπέτικου τους θρήσκους             να λιγώνω μερακλήδες              
δίνω γραμμοφώνου δίσκους                    να τυλίγω παραλήδες
δίχως πίστωση καμμιά                           έτσι κάνω τη ζημιά.

                                                      ♠ ♣ ♥ ♦

Στις δημόσιές μου σχέσεις                     μίσος και αντιζηλία                   
εμποράκος και μπαμπέσης                    πονηριά, λυκοφιλία                  
όλο στήνω μηχανές                                μα βαστάω πισινές.                  

        ♠ ♣ ♥ ♦

Εφετζής και τρακαδόρος                       σαν ακούραστος εργάτης
θόρυβος πολύς και ντόρος                     του ρεμπέτικου προστάτης
με κοιτούν σαν τους μιλώ                       το σεντούκι μου φυλώ.
 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Εκμανείς καί τούς κραυγάζοντας καί τούς ακούοντας ποιών ο αμανές...



Κριτική βιβλίου – Στοιχεία σύγχρονης ρεμπέτικης ανθρωπολογίας
 
Εκμανείς καί τούς κραυγάζοντας καί τούς ακούοντας ποιών ο αμανές ούτος βάσανος αληθής των Αθηναίων απέβη καί τούς αστυνόμους εις θέσπισιν ποινών κατ’ αυτού ηνάγκασε[1].

Κάπως έτσι αντιμετώπιζε ο περιοδικός τύπος της εποχής εν μέσω της μεταξικής λογοκρισίας τον αμανέ! Εξοβελισμένος για χρόνια από το φάσμα της λαϊκής παράδοσης, απαξιωμένος έντονα λόγω ανατολίτικων καταβολών, πολεμήθηκε σφόδρα, μα παρέμεινε ζωντανός στις συνειδήσεις, περνώντας στην προφορική παράδοση και προκαλώντας αίσθηση με τον αυτοσχεδιαστικό του χαρακτήρα σε γλέντια, χαρές και λύπες!


Το βιβλίο „Μανέδες: πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!“ (Έκδοση του ιστότοπου rebetiko.sealabs.net), επιχειρεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην καθόλα πενιχρή σύγχρονη ρεμπέτικη βιβλιογραφία.


 Αμανέδες καταχωρημένοι στη δισκογραφική βάση του ιστότοπου, ανυστερόβουλα χαρισμένοι από ανώνυμους κεφλήδες, που τους μάζεψαν και ψηφιοποίησαν από δίσκους των 78στρ. με την εργατικότητα μέρμυγκα, μερακλίδικα ακουσμένοι ξανά και ξανά (άθλος φορές να αποκρυπτογραφηθεί ο στίχος!), παρουσιάζονται συγκεντρωτικά (όχι ανθολογικά) καταγεγραμμένοι, στοιχειοθετημένοι και κατηγοριοποιημένοι.
  

Περί τα 450 (ορισμένα, αριστουργηματικά!) δίστιχα της ανώνυμης κ’ επώνυμης λαϊκής δημιουργίας, ανασύρονται ξανά στο φώς από τα μπαούλα και τα υπόγεια στο Μοναστηράκι, λάμποντας σαν τα ξαναστιλβωμένα ασημικά της γιαγιάς!
 


 Κοπιάστε, αγγίξτε, αν τολμάτε, τη φωτιά...

Πολλές φωτιές με τριγυρνούν, μα μιά ναι που με καίει,
μονάχος μου την άναψα, κανένας δεν μου φταίει.


...αναλογιστείτε, ποιός, άραγε, δεν έχυσε πικρά δάκρυα στα μύχια της μοναξιάς του;..

Μόνον εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός του κόσμου
και περπατώ και χάνεται ο ήλιος από μπρός μου.


Την ξενιτειά, την ορφάνια, την πίκρα και τη λύπη,
όλα μου τά 'δωσε ο Θεός, κανένα δεν μου λείπει.

...γευτείτε τους καρπούς της ερωτικής τρέλλας...

Θέλω να γίνεις φθισικιά, μα όχι να πεθάνεις,
για να περνώ να σ' αρωτώ πώς είσαι και τί κάνεις.   


Μή με χτυπάς με το σπαθί, μήτε με το μολύβι,
μονχτύπα με με την ελιά πόχεις δίπλα στ' αχείλι.


...μέχρι την ύστατη στιγμή, το στερνό άγγιγμα του Χάρου που δε κάνει διακρίσεις!

Ανοίξετε τα μνήματα, τα κόκκαλα σκορπίστε
των πλούσιων απτων φτωχών να δείτε αν θα γνωρίστε.

Ξαπλώσετέ με νεκρικά και σκίστε την καρδιά μου
και βγάλτε μου τον σάρακα που τρώει τα σωθικά μου.


Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου να μπω για να σκουπίσω,
τον τόπο τον παντοτινό όπου θα κατοικήσω.

Μωρέ δεν είναι στίχια αυτά, δεν είναι μουσικές, παρά βέλη, βέλη τοξευμένα ορμητικά στις καρδιές, που διαπερνούν το εφήμερο της σάρκας και φτάνουν στην ουσία! 


Eκδοτικά


Το βιβλίο υπήρξε ανέκαθεν στην Ελλάδα είδος πολυτελείας, τόσο λόγω συντριπτικής απουσίας κριτηρίων ποιότητας των όποιων εκδοτών, όσο και για την απαγορευτική τιμή του. Ακόμη και σήμερα, που οι εκδοτικοί οίκοι κυριολεκτικά παραλύουν, απαιτούνται τρελλά ποσά (και ιδίως από πολλούς παλαιοβιβλιοπώλες!) που δε συμβαδίζουν με την πραγματικότητα!

Συνεπώς η απόφαση της δωρεάν ηλεκτρονικής διανομής του βιβλίου είναι καλοδεχούμενη χειρονομία.


Σχετικά κατατοπιστική η σύντομη εισαγωγή, οι (τιμητικές;) αναφορές στην περί μανέ αρθρογραφία (συγκεκριμένα των κ. Πολίτη[2] και Κουνάδη) όμως -ελλείψει ουσιαστικού περιεχομένου- αδιάφορες.


Ο τόμος σε γενικές γραμμές καλαίσθητος κ‘ ευπαρουσίαστος. Δε δώθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ορθογραφία και γραμματική (συγχωρέστε μου την άγνοια της υπεραπλουστευμένης ελληνικής!), με αποτέλεσμα σωρεία λαθών, (ιδίως πιά το κραυγαλέο εκείνο „τι“ που μόνο ως αναφορικό, δυστυχώς, εμφανίζεται και ποτέ ως ερωτηματικό!), ενώ ο Χάρος, αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του αμανέ, θα έφριττε δικαιωματικά να τον προσφωνούν με το „Χ“ μικρό αντί κεφαλαίο!


Τα κείμενα-σφήνες (κυρίως αποκόμματα εφημερίδων) που διανθίζουν το κείμενο είναι πετυχημένα, ακόμη τα σύντομα βιογραφικά στοιχεία χρήσιμα, αν και οι προσωπικές εκτιμήσεις του τύπου „μεγάλος, σπουδαίος μουσικός“ κ.τ.λ. δεν προσφέρουν τίποτα.

Ως γενέτειρα του τραγουδιστή Αχιλλέα Πούλου (σελ. 33) επισημαίνεται το Balikesir (πράγματι, η τουρκική ονομασία του τοπωνυμίου επικράτησε στους μικρασιάτες) και πρόκειται βέβαια για το Παλαιόκαστρο.

Η γενική του ονόματος του Μελκόν είναι φυσικά Μάρκου και όχι „Μάρκο“ ήMarko, καθότι ο τελευταίος υπήρξε ελληνοτραφής αρμένης και πολύγλωσσος (ειδάλλως να καταπιαστούμε με την λογία ανάλυση του İzmir-μανέ και τη γιαγιά μας από την Bursa, μή τυχόν και μας χρεώσουν εθνικισμό και απόκλιση από τις...συνιστώσες!).

Η ημερομηνία γέννησης του Σωφρονίου (σελ. 60) φέρεται ως 1889 στη λεζάντα της φωτογραφίας και ως 1899 στο κείμενο.

Η -επιπλέον από ιστορικής άποψης- άκρως ενδιαφέρουσα ηχογράφηση του „Χήρα ν‘ αλλάξεις όνομα“ (σελ. 108), έγινε από την Preußische[3] και όχι Preuische P.K. όπως αναγράφεται.


Τα ευσύνοπτα σχόλια στο κάτω περιθώριο των σελίδων φανερώνουν το μεράκι εκατοντάδων ωρών αναζήτησης, (υπηρετώντας παράλληλα τους λάτρεις του είδους ως συμπληρωματικό εγχειρίδιο της -τερατώδους, μα πληθώρας αβλεψιών- δουλειάς του κ. Μανιάτη[4]), στερούνται όμως κριτικής ματιάς.


Δίσκος Odeon A 154054 G.O.49
(πηγή: rebetiko.sealabs.net)

‘Ετσι, λ.χ.:

από τη στιγμή που οι ισχυρισμοί του «συγγραφέα» κ. Βολιώτη-Καπετανάκη (σελ. 5), όπως και οι αντίστοιχοι του συλλέκτου κ. Κουνάδη (σελ. 83) δεν είναι τεκμηριωμένοι, προς τί η αναφορά;


- παρομοίως για τις θεωρίες του κ. Μπαρούνη (σελ. 67), αφού πιθανότατα ο...„ριγκολάτος“ στίχος της...„πουπούλας καρδιάς“, ήταν αμέλεια του τυπογράφου που επιμελήθηκε την ετικέττα!




H ιδιαίτερη μνεία (σελ. 84) στην έκδοση „Rembetika 7“ του συλλέκτου κ. Charlie Howard μάλλον κρίθηκε σκόπιμη λόγω «πνευματικών δικαιωμάτων», τα διαδικαστικά όμως αφήνουν αδιάφορο τον μέσο αναγνώστη (δε διανέμεται άλλωστε κάποιο cd με το βιβλίο). Εξ αφορμής όμως, διαβλέπουμε μια πτυχή του δήθεν...«αδιάφθορου» Charlie, που «κόπτεται για τη διάσωση και διαφύλαξη του ρεμπέτικου τραγουδιού»[5]!


Ενδιαφέρον θα είχε η αντιπαραβολή τραγουδιών με μανέδες όπου συναντούμε κοινά ή παρόμοια δίστιχα, (εξ)ερευνώντας ταυτόχρονα τί προηγείται χρονικά. Ορισμένα παραδείγματα:

  • Βουρνοβαλιό μανές (σελ. 14) → Βαρύτερα απ’ τα σίδερα, σε εκτέλεση Εστουδιαντίνας
  • Γκιουζέλ σαμπάχ μανές και Σαμπάχ μανές (σελ. 68) → Κουβέντα με το Χάρο, σε εκτέλεση Κ. Ρούκουνα
  • Ραστ μανές (σελ. 99) → Παραπονιάρης, σε εκτέλεση Κ. Δούσα

Χρηστικά και ουσιώδη τα δύο από τα τρία ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου (ανά πρώτο ημιστίχιο και καλλιτέχνη), καθότι όπως σωστά παρατηρείται και στην εισαγωγή, το τελευταίο ευρετήριο (ανά είδος) είναι ατελές και η συζήτηση περί μακάμ δαιδαλώδης και ατέρμονη.


Τρωτό σημείο του πονήματος: η σταχυολόγηση των πηγών. Η χρήση τους ελλείψει των σχετικών παραπομπών δεν είναι πάντα σαφής, τα δε αξιολογικά/επιστημονικά κριτήρια απουσιάζουν φανερά, εκθέτοντας τη σοβαρότητα της προσπάθειας (μειδιά ο υποψιασμένος αναγνώστης με τα σκατένθετα του κ. Κουνάδη, ή τα...αγκωμαχητά του κ. Λαδόπουλου σερβιρισμένα με σως από μούρα στο προσωπικό του ιστολόγιο!).


Διαγράφω, κλείνοντας, κύκλο και επιστρέφω στην εισαγωγή του βιβλίου, όπου διαβάζουμε:

„Αφιερώνεται στα μέλη του rebetiko.sealabs, που χωρίς τη βοήθειά τους αυτή η έκδοση δε θα είχε πραγματοποιηθεί“, και  Το παρόν βιβλίο πρέπει να θεωρείται ως το προϊόν της συλλογικής εργασίας όλων των φίλων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην έκδοσή του.

Ο ιστότοπος του Sealabs σήμερα, δεν είναι  ο ύ τ ε  η  σ κ ι ά  του εγχειρήματος που πριν χρόνια ξεκίνησε.

Καλές, λοιπόν, οι προθέσεις αγάπης και οι κορώνες περί ανιδιοτελούς εθελοντισμού, μόνο που δεν πείθουν πιά...ίσως βρεθεί (ή γραφτεί) στο μέλλον κάποιος μανές να τα ιστορήσει!



Πίκινος 



Σημειώσεις:


[1]Ν. Μοσχόπουλος: Μή τραγουδήτε τούρκικα –νά παύση ο αμανές [Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 17.09.1936]


[2]Νίκος Α. Πολίτης: Μία παρουσίαση για τον Αμανέ [Περιοδικό «Το λαϊκό τραγούδι», τεύχος 16, Ιούλιος 2006]

Στις κοντά 9 σελίδες αναλύσεων που θα κοιμίζαν μεραρχία, μεγάλος απών είναι ο ίδιος ο αμανές! Τρανή απόδειξη: καταγράφεται μετα βίας ένα και μοναδικό δίστιχο!

Παραβλέποντας τους νερόβραστους λυρισμούς σπουδάρχου (περί της κουλαμάρας που ησθάνθη στο εν Θεσσαλονίκη ταβερνείον το σωτήριον έτος ’80, τους φόβους του -μάλλον: τον φόβο και τρόμο μας!- παρά την συναπτή 6ετή διδαχή βυζαντινής μουσικής να αοιδήσει αμανέ, κ.τ.λ.), έχω να επισημάνω τα εξής:

1.   την φανταστική λέξη «μυρολόι» (εμφανίζεται καμαρωτά-καμαρωτά στο κείμενο οκτώ φορές!). Δεν γνωρίζω αν η χρήση εξυπονοεί ορθογραφικά τοιαύτη (ανυπόστατη) παρετυμολόγηση (προφανώς και δεν (συ)σχετίζονται τα..μύρα(!) που αλοίφαν -υποτίθεται- τους νεκρούς, με το νεκρικό μοιρολό(γ)ι!).

Θα παρέπεμπα πάντως στο ερμηνευτικό Λεξικό της Πρωίας (1932). Ανάγοντας την αναζήτηση στους αρχαίους χρόνους, σημειώνω ότι το βαρυσήμαντο και πρακτικά αξεπέραστο γερμανικό-αρχαιοελληνικό λεξικό του χαλκέντερου Wilhelm Pape [Dr. W. Pape's Handwörterbuch der Griechischen Sprache, Braunschweig, 1880], αναφέρει μόνο το ρήμα μοιρολογέω (λέω τη μοίρα).

2.  εν συνεχεία διαβάζουμε: „Έψαξα σε δύο γνωστές συλλογές δημοτικών τραγουδιών και σε περισσότερα από πενήντα καταχωρημένα μυρολόγια τη λέξη "θάνατος" δεν την απάντησα.  Ο Χάρος, ναι.  Αλλά αυτός πάλι, δεν εμφανίζεται ποτέ σε τραγούδια του γλεντιού όπως οι αμανέδες.“

Όχι απλώς εμφανίζεται, παρά είναι το κύριο πρόσωπο (ανατρέξατε στις σελ. 2, 6, 14, 57, 85, 110, 115 των „Μανέδων“)!

3.  σχετικά με τους τίτλους των αμανέδων στη δισκογραφία, επισημαίνεται: „Στον τίτλο, γενικά, των ηχογραφημένων κομματιών ανακοινώνεται πρώτα πρώτα το μακάμι…Εντύπωση κάνει πάντως το γεγονός ότι για το στιχουργικό περιεχόμενο του κομματιού συνήθως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν αναφέρεται τίποτα. Αυτό θα το ερμήνευα με το ότι στο είδος αυτό, όπως είπαμε, το κείμενο δεν θεωρείται τόσο σημαντικό όσο η μουσική

Από πού πηγάζει και πώς μπορεί στα σοβαρά να σταθμιστεί το τρομερό αυτό συμπέρασμα;!

4.  λίγο παρακάτω, διαβάζουμε: „Γνωρίζοντας ήδη το ύφος του ανατολικού αμανέ της παλαιάς σχολής και συγκρίνοντάς το με νεώτερα κομμάτια όπως το “νεβά τσιφτετέλι“ που έγραψε και τραγούδησε ο Ρούκουνας αλλά και τους αμανέδες που τραγούδησε ο Μάρκος Βαμβακάρης, θα διακρίνουμε χαρακτηριστικές διαφορές ύφους: ο μεν Ρούκουνας θυμίζει σκυλάδικο, ιδίως στο αλέγρο του τέλους, ο Μάρκος τον αμανέ απλά δεν τον κατέχει.“

Αν ο Μάρκος (που μόνο έναν αμανέ τραγούδησε στη γνωστή δισκογραφία, ανατρέξατε στη σελ. 28 των „Μανέδων“) ήξερε ότι θα δυσαρεστούσε με το «άτεχνο» του ύφους του τον κ. Πολίτη, σίγουρα θα ματαίωνε την ηχογράφηση στην Columbia την αποφράδα εκείνη ημέρα, κομματιάζοντας λυσσαλέα το μπουζούκι του, ενώ ζητώντας ταπεινά συγχώρεση και Καθαρτήριο, θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια „πηγαίνοντας καλόγερος σε κάποιο μοναστήρι“!

Πέρα από την πλάκα όμως,

5.   διαφαίνεται το εξής οξύμωρο: ενώ ο επίδοξος αρθρογράφος κόπτεται για τον ελεύθερο αυθορμητισμό και τη γνησιότητα του αμανέ, „ψέγοντας“ παράλληλα τον „αδαή ακροατή της δυτικοτρόπου κουλτούρας“, τρόπον τινά  υ π ο τ ι μ ά ε ι  τον -ευτυχώς πλουσιότατο- δισκογραφικό όγκο ως (κύριο, τί άλλο;!) εργαλείο γνωριμίας, γνώσης και αφομοίωσης του αμανέ, αποτελειώνοντάς τον τελικά με κόλλυβα και μνημόσυνο:

„Με τους αμανέδες ασχοληθήκαμε πολύ αργά. Μηχανή του χρόνου, όπως αναφέραμε, δεν έχουμε. Επομένως, ότι και αν πούμε, όσους δίσκους και αν βρούμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ανασυνθέσουμε ακριβώς το κλίμα μέσα στο οποίο τα τραγούδια αυτά γεννήθηκαν, διαμορφώθηκαν, αγαπήθηκαν, διαδόθηκαν και τελικά βεβαίως, πέθαναν….Ας δούμε λοιπόν τη δισκογραφία πολύ προσεκτικά, έχοντας όλα αυτά υπόψη μας. Και ας την αφήσουμε να μας δόσει όσα στοιχεία μπορεί, αφού βέβαια δεν έχουμε ουσιαστικά τίποτε άλλο να μας βοηθήσει, μην την ανάγουμε όμως σε “κλειδί“ για την προσέγγισή μας“.

Εξαιρώντας ίσως κάποιες σποραδικές περιπτώσεις γερόντων που έτυχε να τραγουδούν ή να γνωρίζουν μανέδες, κ‘ εώς ότου περάσουμε στην εφηρμοσμένη Θεωρία της Σχετικότητας και τις χρονομηχανές, τί άλλο πέρα από τη δισκογραφία θα μπορούσε να αντιπροταθεί ως «κλειδί»;

Εντέλει, απ‘ τη μιά μανές και ρεμπέτικο -δηλαδή μπαρούτι και καπνός!- κι από την άλλη ακατάσχετες «γραφές» και «προσέχω μή τσαλακώσω το μικρομελισματικό πουκαμισάκι μου»! Γίνεται;! Αμ δε γίνεται!


[3]Die Königlich-Preußische Phonographische Kommission (Η Φωνογραφική Επιτροπή του Βασιλείου της Πρωσίας).

Η επιτροπή συστάθηκε το 1915 υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Πρωσίας, με σκοπό να καταγράψει σε δίσκους και κυλίνδρους, γλώσσες και μουσικές αιχμαλώτων του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το πλούσιο αρχείο διασώζεται μέχρι και σήμερα φυλασσόμενο στο Humboldt-Universität του Βερολίνου.

Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Görlitz το 1917 στη Γερμανία.


[4]Διονύσης Δ. Μανιάτης: Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου [Έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού, 2006]


[5]Κυκλοφοράει ευρέως στους ρεμπέτικους κύκλους το παραμύθι των τάχα πεντακάθαρων αντιτύπων δίσκων που χτυπήθηκαν και εστάλησαν από τις εταιρίες στην Αγγλία, όπου και φυλάσσονται σε κάποιο «αρχείο», όπου ο κ. Howard υποτίθεται ότι έχει πρόσβαση!

Βέβαια, οι κασσετίνες (Τσιτσάνης, Μάρκος, Χατζηχρήστος) που διέθεσε στο εμπόριο (κυρίως με δίσκους του συλλέκτου κ. Κουρούση!), απέχουν αισθητά από τις...συρραμμένες κουράδες του κ. Κουνάδη [που τόσα χρόνια εβίαζε τα ώτα μας με το περίφημο „Αρχείο“ του! Φρόντισε, μάλιστα, να μας το σερβίρει με ΤΑ ΝΕΑ το 2010 σαν ξαναζεσταμένο φαΐ, υπό την επίβλεψη της MINOS, που ανέκαθεν «προήγαγε (με το αζημίωτο ασφαλώς) εν Ελλάδι πολιτισμόν»! Εκεί να δείτε πασαλείμματα!]. Κι αυτές ακόμα οι κασσετίνες δε στερούνται αδυναμίας (ούτε είναι όλα τα κομμάτια...„πεντακάθαρα“!)...θα επανέλθω κάποια στιγμή με λεπτομέρειες σε ξεχωριστό άρθρο!