Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Στην άκρη του οργάνου, κάτω απ’ το καπάκι, ένας μικρός ρόζος κοιμάται...




Κουβεντούλα με τον Μάστορα Παναγιώτη Καφετζόπουλο


Ξεκινάμε Παναγιώτη, λές ό,τι γουστάρεις.


Όχι «λές», λέμε! Γειά μας! (τσουγκρίζουν) Γεύσεις παίρνει αυτό; (γελάει, δείχνοντας το μικρόφωνο)

...Σούχω πει την ιστορία με τον μπαρμπα-Θανάση από την Αίγινα[1];

Είχα πρωτοπάει το ‘83-‘85 σ’ ένα μάστορα κάπου στου Γκύζη, τον Σταμάτη Χατζηδήμου. Ήταν ένας άνθρωπος του περιθωρίου στην οργανοποιία, αλλά μερακλής, με πολύ ωραίο, οργανωμένο εργαστήριο. Αυτός είχε συνεργαστεί την περίοδο της μεταπολίτευσης και αναβίωσης του ρεμπέτικου μ’ έναν Γερμανό[2], σπουδαγμένο στην οργανοποιία.

Είχα ξεκίνησει τότε να φτιάχνω (κάτω στον Βοτανικό είχα το πρώτο μου εργαστήριο), δούλευα και σπίτι...τον ρώταγα λοιπόν:

- «Σταμάτη, στο σκαφτό, πόσο χοντρό το κάνουμε το σκάφος;»
- «Ο Eckhard», μούλεγε ο Σταμάτης, «έλεγε: όπου κουρντίσεις, νάσαι μιά πέμπτη κάτω. Ο μπαρμπα-Θανάσης έλεγε: το ξύνεις, το ακούς κι αυτό θα σου πεί!».

- «Σταμάτη, πού μπαίνουν τα καμάρια;»
- «Ο Eckhard έλεγε: προεκτείνουμε την κλίμακα και πιάνουμε μια ΛΑ, μια ΦΑ#, κάνεις μια συγχορδία...» (χονδρικά σου περιγράφω τη λογική, δεν υπάρχουν άλλωστε πληροφορίες γι αυτό το πράγμα...ήθελε να πεί, πως πάντα δουλεύεις μ’ ένα κανόνα, ένα μπούσουλα). «Ο μπαρμπα-Θανάσης έλεγε: το μοιράζεις, κι ανάλογα πού πάει ο καβαλάρης σου, το «κλέβεις».

- «Τί διάμετρο κάνουμε στην τρύπα;»
- «Παίρνεις τη συχνότητα της ΛΑ και την υποδιαιρείς ή την πολλαπλασιάζεις. Ο μπαρμπα-Θανάσης έλεγε: τη δουλεύεις σιγά-σιγά και μετά τη φυσάς όπως ένα άδειο μπουκάλι και θα την ακούσεις!».

Τέλος πάντων, εγώ είχα αυτές τις πληροφορίες (γελάει!), το ένα ήταν απόλυτα μετρημένο και περιγράψιμο και το άλλο ήτανε «θα σου το πεί, θα το νοιώσεις, θα το καταλάβεις, θα τ’ ακούσεις».

Ένα απόγευμα, (καλοκαίρι ήτανε, ερημιά) δούλευα στο εργαστήρι. Βλέπω ξαφνικά έναν παππού μ’ ένα ταγάρι, μέσα από το οποίο βγαίνανε τα καράολα από δυό μπαγλαμαδάκια...με κοίταζε. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα:

- «Συγνώμη», μου λέει σεμνός, «πάω στον Μπρά[3] ‘δώ πιο κάτω, αλλά είναι κλειστός...για να μή περιμένω όρθιος, να κάτσω λίγο;».
- «Καθίστε!», του απαντάω. Κοίταγε γύρω-γύρω...«...ωραίος χώρος!», μου λέει.
- «Εσείς παίζετε;», τον ρωτάω.
- «Ε,..παίζω λίγο, μαστορεύω και λιγάκι για χαρτζιλίκι...φτιάχνω κάτι μπαγλαμαδάκια και τα πάω ‘δώ στον Μπρά και με βοηθάει, μου τα πουλάει...».
- «Πού είναι το εργαστήριο;»
- «Στην Αίγινα».
- «Στην Αίγινα;! Πώς σε λένε; Εγώ ξέρω κάποιον μπαρμπα-Θανάση από ‘κει!».
- «Ε, εγώ είμαι!»

Είχα έναν τζουρά κρεμασμένο (τον οποίο δεν πουλάω, είναι το πρώτο όργανο που έφτιαξα και τόχω σπίτι).

- «Ωραίος τζουράς!», μου λέει.
- «Ε, είναι καιρός που τον έχω κάνει...πάρτον λίγο να τον ακούσεις!»
- «Τί να παίξω εγώ τώρα...»

Τον κατεβάζω, λοιπόν, του τον δίνω και τρέμαν τα χέρια του...πιάνει την πένα και παίζει λίγο...

Γιατί στο λέω τώρα αυτό: ενώ έχω ακούσει το συγκεκριμένο όργανο από  π ά ρ α  π ο λ λ ά  χέρια, ο άνθρωπος αυτός -ο οποίος τί έλεγε; «εκεί που μολογάει, θα σου πεί, θα τ’ ακούσεις, σκάφτο μέχρι να ξυπνήσει»-, που είχε αυτή την πρόταση στην κατασκευή, έβγαλε έναν ήχο που δεν τον είχα ξανακούσει!

Κατά μία έννοια, υπήρξε και έμμεσος μάστοράς μου! (γελάει!)


Πρόλαβες, λοιπόν, έναν από τους τελευταίους γνησίους ρεμπέτες.


Ξέρεις, δεν μπήκα ποτέ σ' αυτό το χώρο σα φυσιοδίφης, να τον «μετρήσω», να τον καταγράψω, να τον φωτογραφίσω...κακώς ίσως...μπορεί να περάσαν πράγματα από δίπλα μου που δεν τα κατέγραψα, ούτε και τα καλοθυμάμαι...


Από τις επισκέψεις μου στο εργαστήριο και τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας, διαπιστώνω από πλευράς σου ακρίβεια στην ορολογία και απόλυτα τεκμηριωμένη ερμηνεία των ακουστικών φαινομένων. Σπούδασες, αλήθεια, σε κάποιο σχετικό κλάδο, π.χ. φυσική ή μηχανολογία;


Θέλεις, λοιπόν, να μάθεις το παρελθόν μου (γελάει!);! Πέρα από τον Σταμάτη, το μπαρμπα-Θανάση και τον Eckhard, σούχω πεί πού έμαθα τη δουλειά;


Όχι!


Πάντα την λέω αυτή την ιστορία! Στην έχω πει και δέ το θυμάμαι, με βάζεις να την ξαναπώ! (γελάει!)

Κοίτα...ήμουνα νέος στα 20-21, άνεργος κ’ έψαχνα να βρώ δουλειά στις αγγελίες των εφημερίδων. Ζητούσαν στην Πάτρα κάποιον να εργαστεί σε τσίρκο, στη φροντίδα των ζώων. Ήθελα την περιπέτεια και να μή στα πολυλογώ, βρέθηκα στην Πάτρα να εργάζομαι σε τσίρκο, τάιζα τα ζώα, καθάριζα τις ακαθαρσίες τους κ’ έμενα σε κάτι παραπήγματα. 



Λεπτομέρεια: σκάφος τρίχορδου «Θάλεια»
(κατασκευή 2010)
Εκεί, λοιπόν, γνώρισα μιαν ακροβάτισσα...τη γούσταρα, πιτσιρίκα αυτή, πιτσιρικάς κ’ εγώ...το όλο πράγμα υπέθαλπτε ένα παιχνίδι! Υπήρχε όμως κ’ ένα από τα μεγάλα νούμερα του τσίρκου, ένας θηριοδαμαστής με το λιοντάρι του, που το φρόντιζα. Γούσταρε επίσης την ακροβάτισσα και δημιουργήθηκε θέμα! Με πιάνει και μου λέει: «Κοίτα Παναγιωτάκη, όχι πολλά-πολλά με την ακροβάτισσα, γιατί θα μείνεις χωρίς δουλειά!».


Μετά από τρείς μέρες, συνέβει ατύχημα: το λιοντάρι σκότωσε τον θηριοδαμαστή! Eν ολίγοις, με κατηγορήσανε ότι άφησα το λιοντάρι νηστικό(!), για να βγάλει τον αντίζηλο απ΄τη μέση! (γελάει!) Με τσιμπήσανε και βρέθηκα στην ανάκριση κατηγορούμενος για φόνο, επειδή άφησα το λιοντάρι νηστικό!

Μέχρι να ξεκαθαρίσει η υπόθεση –ευτυχώς, ξεκαθάρισε!- πέρασα κάμποσο καιρό μέσα...

Στο κελί ήταν κ’ ένας παππούς, ο οποίος ήξερε από οργανοποιία και μέ ‘βαλε σ’ αυτόν το κόσμο, μού ‘λεγε δηλαδή τί είναι τα όργανα, τί ‘ναι το ξύλο και πώς «μιλάει»..όχι τίποτα φοβερά μυστικά, αλλά μ’ έβαλε μέσα σε μιά κατάσταση...αυτή ήταν η αιτία για το ξεκίνημα!

Αυτό είναι ένα γεγονός...το λέω πάντα και γελάω! Και γιατί υπάρχει αυτή η ιστορία; (γελάει!)

Κατά καιρούς -τώρα έχουμε γίνει πολλοί οργανοποιοί, αλλά παλιά που είμασταν λιγότεροι...ε, είναι αβανταδόρικη δουλειά, έχει κ’ ένα μύθο από πίσω- ερχόντουσαν από περιοδικά, εφημερίδες και θέλανε να πάρουν συνέντευξη. Οι ερωτήσεις ήτανε πάντα συγκεκριμένες, δηλαδή:

- «Πού έμαθες τη δουλειά;» Όλοι περιμένουν ν’ ακούσουν ότι «την ήξερε ο παππούς μου και πρίν πεθάνει μούπε τα μυστικά» ή «κάπου βρήκα μια περγαμηνή με τις διαστάσεις»! Αναζητούν τον μύθο!

- «Υπάρχουν σήμερα άλλοι τεχνίτες;»

- «Πόσες μέρες χρειάζεσαι για να κάνεις ένα όργανο και πόσο το πουλάς;»

Ήρθε, λοιπόν, μιά κοπελίτσα (νομίζω από την Καθημερινή) για να μου πάρει συνέντευξη, κανονίσαμε να βρεθούμε μετά από τρείς μέρες. Σκεφτόμουν τί θ’ απαντήσω αν με ρώτησει πού έμαθα τη δουλειά...κ’ εκεί πάνω σκέφτηκα αυτή την ιστορία, η οποία είναι ψεύτικη βέβαια (γελάει!)! Δουλεύει όμως επειδή είναι ωραία σα παραμύθι...παίρνει ο άλλος το όργανο στο χέρι και λέει «πώπώ, αυτό τό ‘φτιάξε ένας που δούλευε σε τσίρκο,..» κ.λ.! (γελάει!)

Μπορείς και για το όργανο να φτιάξεις πολλές τέτοιες ιστορίες...έρχεται π.χ. ο άλλος και σου λέει: «Μάστορα, θέλω να μου φτιάξεις ένα όργανο!»...του δείχνεις ένα ξύλο πούχεις, και διηγήσε: «Ήταν ένα ξωκλήσι (όπου στον πλάτανο της αυλής του οι Τούρκοι σφάξανε τον δεσπότη!) που καταστράφηκε και το τέμπλο ή στασίδι ήταν από μια φοβερή καρυδιά ή μουριά, 300-500 ετών, που έχει μυρίσει λιβάνι, έχει δεί θαύματα και το τέμπλο δάκρυσε,..» ε, δεν μπορείς τον «φτιάξεις» τον άλλον έτσι;! (γελάει!)

Για να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό που με ρώτησες...εγώ δεν είχα σχοληθεί καθόλου με την οργανοποιία παλιότερα. Όταν άλλοι γνωρίζανε ονόματα, παίκτες, τραγούδια, εγώ δε ήξερα.


Λεπτομέρεια: τρίχορδο
(κατασκευή 1997)
Νομίζω αυτό που υπήρχε ήταν το εξής: από τη μεριά της μάνας, η γιαγιά και ο παππούς μου ήτανε από τη Μικρασία. Ο παππούς μου είχε ένα περιβόλι, κτήμα με αγελάδες κάτω στο Βοτανικό και πήγαινα εκεί μικρός. Στη γιαγιά μου άρεσε η μικρασιάτικη μουσική και τραγούδαγε, αλλά ντρεπότανε! Όταν έκανε δουλειές ή έραβε, τραγούδαγε μόνη της...έλεγε η μάνα μου ότι πήγαινε ο παππούς κ’ έστηνε αυτί για να μή τον καταλάβει! Όλο το κλίμα κάποιων γλεντιών (Τσικνοπέμπτες, θυμάμαι έναν μπάρμπα μου να βάζει Καζαντζίδη στο μπομπινόφωνο) που βίωσα εκεί πέρα είχε μια ιδιαιτερότητα, αυτή των ανθρώπων που ήρθαν πρόσφυγες, με τη μουσική και τα τραγούδια τους...εκεί νομίζω μπήκε το άκουσμα σαν ήχος,..σαν ηχόχρωμα,..μια νότα.

Εκεί κοντά υπήρχε μια εκκλησία όπου πηγαίναμε σε γιορτές ή στο «κατηχητικό» (συγκεντρώσεις της γειτονιάς)...περπατούσαμε στα χωράφια μέσα από μονοπάτια για να φτάσουμε. Είχε μια καμπάνα που χτύπαγε τον εσπερινό...αυτός ο ήχος της καμπάνας μες στα περιβόλια με τη μυρωδιά απ’ τα μπρόκολα και τα κουνουπίδια, οι αγελάδες να φωνάζουν, η γιαγιά να τηγανίζει πατάτες στο γκάζι...αυτή η καμπάνα που χτύπαγε στο σούρουπο είναι η μπουργκάνα του τρίχορδου!..

Δεν ήξερα βέβαια τότε τί είναι τρίχορδο, αλλά αυτά καταγράφονται...όλο το περιβάλλον που σου περιγράφω υπήρχε σαν κέντρισμα. Με τα όργανα ασχολήθηκα πολύ αργότερα...

Έκανα πολλές δουλειές, τέλειωσα μια σχολή με οικονομικά (δεν ασχολήθηκα ποτέ μ’ αυτό που σπούδασα), μια περίοδο ταξίδεψα σε κρουαζιερόπλοιο σα φωτογράφος, μετά άρχισα να φτιάχνω μακέτες αρχιτεκτονικές (κάποιος φίλος αρχιτέκτονας μ’ έβαλε στο κύκλωμα),..εκεί άρχισα να μαθαίνω το μαστόρεμα.


Λεπτομέρεια: ροζέτα τρίχορδου «Πεταλούδα»
(κατασκευή 2011)
Ασχολήθηκα καιρό με το γράψιμο, την ποίηση,..ήμουν φευγάτος, έκανα δυό εκδόσεις οι οποίες πήγαν πολύ καλά, είχαν καλή αποδοχή...εκεί, λοιπόν, που πήρα το δρόμο της ποίησης, της αναζήτησης κ.λ., μου ξανάρθαν αυτοί οι ήχοι που σου περιέγραψα, έψαξα να τους βρω...

Όταν έφυγε ο παππούς μου απ’ τη Μικρασία, τ’ αδέλφια χωριστήκανε. Κάποιο απ’ αυτά πήγε στην Κρήτη, έκανε ‘κει οικογένεια και παιδιά. Ένας πρώτος ξάδερφος της μάνας μου ήταν επιπλοποιός, μάλιστα έψελνε κ’ έφτιαχνε για πάρτη του κιθάρες. Σα πιτσιρικάς ήθελα μια κιθάρα, έτσι πρότεινε η μάνα μου να επικοινωνήσουμε με τον θείο μου στην Κρήτη. Του γράφω, λοιπόν, ένα δακρύβρεχτο γράμμα -δεν τον ήξερα καν!- (γελάει!) και να μή στα πολυλογώ, μετά από λίγο καιρό, μούρθε μια κιθάρα στο σπίτι! Και τί δεν της έκανα;! Την έξυσα, τη λούστραρα, της είχα αλλάξει τάστα στον αέρα(!), εκεί που άπλωνε η μητέρα μου ρούχα την είχα πιάσει από το σχοινί και χτύπαγα τα καινούργια τάστα στον αέρα, να σείεται το τόπος (γελάει!)! Μετά, τη στόκαρα με σιδηρόστοκο για να της αλλάξω χρώμα (κόκκινο θαρρώ!), μιας κ’ ήμουν έφηβος ήθελα να την κάνω χεβιμεταλλάδικη! (γελάει!)

Κάποια στιγμή ο αδερφός μου έφερε από το πανεπιστήμιο κάποιο σπασμένο τετράχορδο μπουζούκι, το οποίο και κόλλησα, του έξυσα το μπράτσο και τόκανα τρίχορδο...μ’ άρεσε ο ήχος του!

Όμως η πρώτη μου κατασκευή (πιτσιρικάς, στο δημοτικό...δε θα το ξεχάσω!) ήταν ένα βιολί...είχα ακούσει κάπου ότι είναι φοβερό σα κατασκευή και μάλιστα ότι οι χορδές ήταν από τρίχα αλόγου! Απέναντι από το κτήμα του παππού μου ήταν ένα μαραγκούδικο, πήρα από ‘κεί κάτι ρετάλια ξύλο και με το πριονάκι της ξυλοκοπτικής που κάναμε στο σχολείο, σχεδίασα το σχήμα του βιολιού, βάζοντας κομματάκια ξύλο για να κολλήσω το καπάκι και τον πάτο ώστε νάχει όγκο, επιπλέον ένα μπρατσάκι, ε, έφτιαξα κάτι που έμοιαζε με βιολί! Παίρνω ένα ψαλιδάκι, πάω σε μια αγελάδα του παππού μου κ’ έκοψα τρίχες απ’ την ουρά (πώς δεν έφαγα καμμιά κλωτσιά;!) (γελάει!). Με καρφάκια προσπαθούσα να βάλω τις τρίχες για να παίξει αυτό το πράμμα...δεν έπαιξε ποτέ! (γελάει!)

Αυτή ήταν η πρώτη κατασκευή από το μαραγκούδικο...άκου τώρα για το μαραγκούδικο (είχα κ’ ένα φίλο εκεί, το Στεφανή...)!..(σηκώνεται, ψάχνει και φέρνει ένα λεπτό βιβλιαράκι, το ξεφυλλίζει και απαγγέλει:)

[4]Στο πριονιστήριο
το φρέσκο ξύλο μυρίζει αίμα.
Η σκόνη του ξύλου
κολλάει στα μάτια και τσούζει,
κολλάει στο πετσί
κάτω απ’ τα νύχια,
καίει τα πνεμόνια.
Στον πάγκο
ένα κύπελλο με νερό
η κόλλα
το ξύλο και το καρφί
το ξύλο και το σφυρί
το ξύλο
και η γυμνή ράχη του ξυλουργού.

Στο πριονιστήριο
που όταν σχόλαγαν οι εργάτες
εγώ και ο φίλος μου
με κομμάτια ξύλο
με βέργες και φλούδες
στραβωμένα καρφιά,
εγώ και ο φίλος μου
μαστορεύαμε τα καράβια
και τους πύργους
ένα σπαθί
ένα μάτι
την πρώτη ερωμένη
την ξύλινη.

Εγώ και ο φίλος μου
με κοντά παντελόνια
στο πριονιστήριο
όταν σχόλαγαν οι εργάτες.

Το παιχνίδι σταμάτησε
όταν οι εργάτες δεν σχόλαγαν.
Γιατί οι βάρδιες γίναν τρείς.
Τρεις φορές το οχτώ
σημαίνει κίτρινες λάμπες
ηλεχτρικές
σημαίνει φωνές στο σκοτάδι
σημαίνει το καμιόνι
πούρχεται και ξανάρχεται.
Γιατί οι βάρδιες γίναν τρείς
και τρεις φορές το οχτώ
σημαίνει πως οι εργάτες
δε σχόλαγαν
σημαίνει πως το παιχνίδι
σταμάτησε.

Οι βάρδιες τρείς, τρείς φορές το οχτώ, πάει το 24ωρο! (γελάει!)


Παρατηρώντας κανείς τις κατασκευές σου, διαπιστώνει ευθύς αμέσως την αυστηρά προσωπική πρόταση. Θέλω να μου πείς πώς έκανες αυτή τη μετάβαση -ή καλύτερα υπέρβαση- και πέρασες από τα όρια της ατομικής δημιουργίας στο συμβιβασμό του βιοπορισμού.


Χμ...κλειδί-ερώτηση... (αναπολεί για λίγο σκεφτικός...)

Δεν το έκανα βιοποριστικά, έπρεπε κ’ εγώ κάτι να κάνω, ν’ αποκτήσω επιτέλους μια ιδιότητα, ένα επάγγελμα. Επίσημα καταγεγραμμένος (στην εφορία δηλαδή) είμαι από το ’89...μέχρι τότε ήμουν απροσδιορίστου οικονομικοεπαγγελματικής κατάστασης. Ήμουν 35 χρονών κ’ είχε φτάσει πιά ο κόμπος στο χτένι. Γονείς και συγγενείς προσπαθήσανε κατά καιρούς να βοηθήσουν, να με τακτοποιήσουν...ήμασταν από μικροαστική οικογένεια, ο αδερφός μου ήταν γιατρός...


Λεπτομέρεια: μισομπούζουκο
(κατασκευή 2011)
Μου βρήκανε μια δουλειά υπαλλήλου στη ΔΕΗ (μεγάλη υπόθεση βέβαια τότε!). Μέσω γνωστού πήγα σ’ ένα παράρτημα στη Γλυφάδα και βρήκα τον προϊστάμενο. Μ’ έβαλε να κάτσω σε μια καρεκλίτσα μ’ ένα γραφειάκι 1 μέτρο επί 60 πόντους...πέρασε μια μέρα έτσι! Ξαναπάω την επομένη, βρίσκω και πάλι τον προϊστάμενο: «Τί γίνεται;», ρωτάω, «Θα σε τακτοποιήσουμε, σ’ έχω υπόψη μου!», μούπε! Δεν άντεξα κ’ έφυγα, τί νάκανα εκεί;! Τόμαθε η θεία μου που τόχε κανονίσει: «Τρελλάθηκες;!», μου λέει...

Μιάν άλλη φορά, σε μια εταιρία βαρύγδουπη (δε θέλω να πώ ονόματα) μου προτείνανε να πάω για...σπιούνος(!). Βρίσκω τον προϊστάμενο: «Τί θα κάνω εγώ εδώ;», ρωτάω (μες στην παραγωγή ήτανε, άλλωστε δεν ήμουν εργάτης και δεν ήξερα), «Τίποτε, θα κοιτάς, θα εποπτεύεις και θα μ’ ενημερώνεις!», μου απάντησε! Αν σου πώ μέσω ποιού καναλιού έγινε η...«γνωριμία», θα σου σηκωθεί η τρίχα κάγκελο!

Έκανα π.χ. μια δουλειά, μετά έγραφα, έβρισκα ένα χιλιάρικο και πήγαινα ένα μήνα σ’ ένα νησί...κάπως χύμα δηλαδή.

...Είχε ο πατέρας μου στα Κιούρκα (κοντά στη λίμνη του Μαραθώνα) ένα μεγάλο κτήμα όπου απαγορεύονταν η οικοδόμηση, φύτεψε εκεί αχλαδιές (ευπαθείς, θέλανε ράντισμα, φροντίδα,..έτσι δεν έβγαλε ποτέ εισόδημα). Υπήρχε, λοιπόν, εκεί μια καρυδιά, μάζευε τα καρύδια σε κομμένα μπουκάλια του γάλακτος, τα φύτευε και τα μεγάλωνε, κάποια στιγμή ξύλωσε τις αχλαδιές και φύτεψε τα δεντράκια (και μάλιστα σε ηλικία 70 χρονών!..περίμενε από τα φυλλαράκια να πάρει δέντρα που θα του δώσουν... εισόδημα!) (γελάει!) Κι όμως! Τα δέντρα μεγαλώσανε, μάζευε τα καρύδια και τάδινε σ’ ένα ζαχαροπλάστη της γειτονιάς, βγάζοντας έτσι τα εισητήριά του...Tυφλώθηκε από γλαύκωμα και πέθανε σε ηλικία 95 χρονών...στο τέλος, για να βρίσκει το μονοπάτι για το κτήμα, μάζευε από τους δρόμους τις ασπροκόκκινες ταινίες από τα έργα και τις κρεμούσε στα φύλλα των δέντρων...τον έβλεπα να τις αγγίζει,..φοβερή εικόνα ενός ανθρώπου μες στα δέντρα να ψάχνει! Τελικά, επειδή η γη είχε αξία μόνο σαν αγρόκτημα, κι αφού ούτε εγώ, ούτε ο αδερφός μου ασχοληθήκαμε, την πουλήσαμε. Από αυτή την πρώτη «μαγιά» άνοιξα το εργαστήριο...κι άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει ο κύκλος.

Οπότε, λίγο η αγάπη μου για το μαστόρεμα, λίγο κάποια οργανάκια πούφτιαξα, συν η οικονομική άνεση που είχα για το εργαστήριο, τα πρώτα έξοδα, ε, έγινε το ξεκίνημα. Δεν ήτανε όμως να μπω στην παραγωγή...είχα κάποια όργανα που έφτιαξα με τελείως δική μου λογική, όχι για να πουληθούνε, τα έφερα στο εργαστήριο και συνέχιζα στον πάγκο. Οπότε είδα ότι αυτό που έφτιαχνα και κρεμούσα στη βιτρίνα, άγγιζε κάποιους ανθρώπους...έτσι έγινε το βάφτισμα στην πιάτσα με…όνομα και διεύθυνση. Τα όργανα και ο τρόπος δουλειάς μου ήταν μια νέα πρόταση που τάραξε τα νερά...κάποιοι παραξενευτήκανε, άλλοι ενθουσιαστήκανε από την προσέγγιση...άλλωστε τότε, υπήρχε σαφής διαχωρισμός στο παίξιμο: οι τρίχορδοι ήτανε τρίχορδοι και οι τετράχορδοι, τετράχορδοι!

Έκανα έπειτα απόπειρες με όλη τη γκάμα των λαϊκών και παραδοσιακών όργανων, έφτιαξα λύρες, ταμπουράδες, λάφτες, έκανα επισκευές...άρχισαν να με επισκέπτονται άνθρωποι της παραδοσιακής μουσικής, π.χ. καθηγητές μουσικών σχολείων...πάντα όμως κρατούσα το δικό μου τρόπο στα λαϊκά όργανα γιατί έτσι μου βγαίνει, έτσι εκφράζομαι...

Με τον καιρό σταμάτησα τις επισκευές, κάνοντας στροφή στο τρίχορδο...όπου και τί διαπίστωσα; Μερικά όργανα είναι...αβανταδόρικα(!), έχουν τον ήχο μέσα τους...πάρε για παράδειγμα το ούτι: και ανοιχτές να παίξεις, έχει ένα ηχόχρωμα που προβάλλει άμεσα αυτό που κάνεις, σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα. Αντίστοιχα η λύρα έχει κάτι το αέρινο, η κιθάρα τον όγκο…το μπουζούκι όμως δεν είναι έτσι! Το μπουζούκι είναι ένα στριφνό όργανο, τεντωμένο, πρίμο…δε βοηθάει τον παίκτη με το ηχόχρωμά του! Πρέπει ο παίκτης να το τιθασσεύσει, να το πιάσει απ’ τα κέρατα! Επομένως άρχισε το όργανο αυτό να γίνεται μια πρόκληση, κατασκευαστικά και παικτικά. Έχω την εντύπωση ότι αν καταφέρεις μ’ αυτό το τεντωμένο, πρίμο, στριφνό όργανο να βγάλεις τελικά συναίσθημα, το αποτέλεσμα είναι πολλαπλάσιο. Έτσι το βάρος έπεσε εκεί, σιγά-σιγά εξειδικεύτηκα...


Το μπουζούκι είναι ένα στριφνό όργανο, τεντωμένο, πρίμο…δε βοηθάει τον παίκτη με το ηχόχρωμά του! Πρέπει ο παίκτης να το τιθασσεύσει, να το πιάσει απ’ τα κέρατα!

Ενώ παλιά η αναλογία ήταν ένα τρίχορδο-τρία τετράχορδα, τώρα τα τρίχορδα είναι μάλλον περισσότερα...παρ’ όλ’ αυτά, στο τρίχορδο έχει περάσει το παίξιμο του τετράχορδου...έχει γίνει μια σύγχυση, αν και παλιά οι διαχωρισμοί ήταν σαφείς, ο τρίχορδος έπαιζε πιό στακάτα, είχε παύσεις μεγάλες, με βάρος στην εκφραστικότητα και λιγότερο στη δεξιοτεχνία. Σήμερα, η δεξιοτεχνία στο τρίχορδο...τόχει πάει αλλού (δεν λέω αν το έχει «χαλάσει» ή όχι)...έχει γίνει τέλος πάντων μια...μετάθεση.

Αυτά σε σχέση με το βιοπορισμό. Βέβαια, μ’ αυτή τη δουλειά δε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω την οικογένειά μου, ούτε στις καλές εποχές, πόσο μάλλον σήμερα, γιατί ακριβώς έτσι δουλεύω... Aπευθύνομαι σε κάποιους ανθρώπους που μπορώ να έχω μια επαφή, με μικρή παραγωγή, τα πάντα είναι από την αρχή καινούργια στο χέρι...αυτό ίσα-ίσα με συντηρεί, συν ένα ελάχιστο μεροκάμματο. Αυτό που κάνω δεν παντρεύτηκε ποτέ με το βιοπορισμό...άπορος, χωρίς πόρους ήμουνα πάντα! (γελάει!)


Είχες επαφή με τους παλιούς οργανοποιούς, π.χ. Ζοζέφ, Παναγήδες, Απαρτιάν;


Όχι μόνο δε τους πρόλαβα (αν και υπήρχαν κάποιοι που θα μπορούσα να είχα βρει, όσο κι αν αυτό σου...χαλάει το «παραμύθι»!), αλλά ούτε και τους ζώντες δημιουργούς αναζήτησα ν’ ακούσω! Πραγματικά, τ’ ακούσματά μου ήτανε τα γλέντια, οι εκπομπές με λαϊκά τραγούδια στο ραδιόφωνο (μάλιστα μεσημεριανές, θυμάμαι σαν ηχητικό σήμα την Συννεφιασμένη Κυριακή...), άλλο άκουσμα ήταν η γιαγιά μου, η καμπάνα το σούρουπο...Η επαφή μου ήτανε το μαραγκούδικο από απέναντι και η κιθάρα του θείου μου, όχι π.χ. ο Ζοζέφ που αναζήτησα στο εργαστήρι του. Τα ερεθίσματα ήταν πρωτογενή -σα νάπιασα το νήμμα από την αρχή- και ίσως αυτό να επηρέασε τον τρόπο που δουλεύω.

Δεν έχω εμπειρίες με παλιούς οργανοποιούς ή παίκτες, δε μούπε κανείς το...«μυστικό»(!). Αν είναι να γεμίσουμε τη σελίδα ενός περιοδικού που ψάχνει για τέτοια...καλύτερα να την αφήσουμε άδεια!


Σε παλιότερη κουβέντα μας, έγινε λόγος για τη λεπτοδουλειά στην κατασκευή. Ορμώμενος μάλιστα από την εκτέλεση ενός καμαριού, ανέφερες πως η υπερβολική εστίαση στη χειρονακτική τελειότητα αποβαίνει τελικά σε βάρος του οργάνου. Μπορείς να το αναλύσεις περαιτέρω;


Κοίτα...ας μιλήσουμε με παραδείγματα.

Κινηματογράφος· αμερικάνικη εμπορική ταινία, τεχνικά άρτια υπερπαραγωγή που «τσουλάει»...μπορείς να περάσεις ευχάριστα 2 ώρες βλέποντάς την, πηγαίνοντας έπειτα σπίτι σου, συνεχίζοντας τη δουλειά σου. Μπορεί όμως να δεις και μια ταινία που θα σου αφήσει «γεύση», να φας μια...σφαλιάρα(!) και να μή ξέρεις από πού σούρθε! Η αμερικάνικη, πατενταρισμένη εκδοχή είναι κυρίαρχος σε όλα, ενώ η άλλη έχει μια τραγικότητα, την τραγικότητα της ύπαρξης, την αναζήτηση σ’ ένα δεύτερο επίπεδο. Όταν περάσεις σ’ αυτές τις λειτουργίες σκαλίζοντας τα πράγματα πέραν του «όμορφου και πρακτικού», μπαίνεις σ’ ένα κανάλι που συμμετέχεις και σε φέρνει σε μια κατάσταση...όχι ότι θα βρεις αναγκαστικά απαντήσεις, «πρότυπα ζωής» ή την «Αλήθεια»...

Με την ίδια λογική μπορείς να δεις και μια κατασκευή: αν την κάνεις λειτουργική, άρτια, αποτελεσματική...είναι πολύ καλά. Κάποτε όμως αυτή η ιστορία -τόσο για τον κατασκευαστή όσο και τον κάτοχο- τελειώνει εκεί. Δεν έχει γίνει αυτό που λέω εγώ: αυτό που αξίζει, είναι όταν 1+1 δεν κάνει δύο, παρά δύο και κάτι! Ας είναι δύο και μία γραμμούλα, εκεί είναι το ζητούμενο!


Αυτό που αξίζει, είναι όταν 1+1 δεν κάνει δύο, παρά δύο και κάτι! Ας είναι δύο και μία γραμμούλα, εκεί είναι το ζητούμενο!

Επομένως στην κατασκευή, η προσπάθεια για το τέλειο, το δυνατό, όλα τούτα τα χαρακτηριστικά τέλος πάντων, δίνει ένα αποτέλεσμα όπως τα χιλιάδες που υπάρχουν γύρω μας. Η ψυχή μας δε ζητάει αυτό, ψάχνουμε το  κ ά τ ι τ ι ς  π α ρ α π ά ν ω  κι αυτό δε βγαίνει με το χάρακα, τη ζυγαριά ή το μικροσκόπιο, βγαίνει μέσα από άλλες διαδικασίες, έτσι δεν είναι;

Έτσι και με το μπουζούκι...είναι μεγάλη πρόκληση, σ’ έχει με χειροπέδες! Έχει μια κλίμακα, σου λέει: «τόσο μήκος, τόσο πάχος η χορδή, τόσο τέντωμα, τόσα κιλά, μ’ αυτές τις υποδιαρέσεις, αυτή τη συχνότητα θέλουμε, σ’ αυτά τα διαστήματα», ώστε να μας δώσει τις νότες! Ξεκινάς, δηλαδή, από τον πιο θανατηφόρο συμβιβασμό, τη μεγαλύτερη τάξη, όλα προκαθορισμένα, κ’ εσύ με τον κανόνα αυτό θέλεις να βγάλεις ψυχή!  Πιάστ’ αυγό και κούρευτο! (γελάει!) Δεν είναι η ανθρώπινη φωνή...π.χ. έκανα τις δουλίτσες μου στο χωράφι, ήπια το κρασάκι μου κ’ έκατσα κάτω από ένα δέντρο, φυσάει ο αέρας κι άρχισα ελευθερος το μουρμουρητό! Εδώ ξεκινάς με βαρίδια στα πόδια, τί παιχνίδι να κάνεις, να το δέσεις κι άλλο;! Ας του βάλουμε λοιπόν και μια τρύπα 4,62, ένα καπάκι 2,14, μια καμπύλη με τόσες μοίρες, ένα ξύλο τόσο πάχος...τί είν’ αυτό;!

Θα πάρεις αυτό που είναι δεσμευμένο και θα το ελευθερώσεις· πρώτα ελευθερώνεις αυτό, μετά ελευθερώνεσαι εσύ...κι όταν τελικά καταφέρεις να σπάσεις τον κανόνα (αυτό κάνεις στην ουσία, τον κανόνα σπας!) η αποζημίωση είναι πολύ μεγάλη...Το κάνεις λίγο πιο θαμπό, λίγο πιο καθαρό, λίγο πιο μουρμούρικο, πιο βραχνό...αυτό οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν, έχουν ένα κανόνα στο μυαλό τους και γυρνάν από εδώ κι από εκεί να τον αγοράσουν! Βάζουν σα κανόνα έναν ήχο που ακούσανε σε μια ηχογράφηση, κάτι που χαρακτηρίστηκε «καλό» μέσα στο χώρο, και περιφέρονται αναζητώντας μια χορδή πειθαρχημένη σ’ αυτό που είθισται! Σπάζοντάς το αυτό, αρχίζει η ελευθερία σου,..όχι με την έννοια της «αναρχίας», παρά της αποδέσμευσης, όχι σαν «επαναστάτης», παρά σα φίλος! Επειδή το αγαπάω το ελευθερώνω! Του δίνω μιαν άλλη φορεσιά, έναν άλλο δρόμο... Ακούω συχνά να μου λένε: «ρε φίλε, δεν είναι έτσι το μπουζούκι, πώς την έχεις δει;».


Οι άνθρωποι έχουν ένα κανόνα στο μυαλό τους και γυρνάν από εδώ κι από εκεί να τον αγοράσουν! Βάζουν σα κανόνα έναν ήχο που ακούσανε σε μια ηχογράφηση, κάτι που χαρακτηρίστηκε «καλό» μέσα στο χώρο, και περιφέρονται αναζητώντας μια χορδή πειθαρχημένη σ’ αυτό που είθισται! Σπάζοντάς το αυτό, αρχίζει η ελευθερία σου,..όχι με την έννοια της «αναρχίας», παρά της αποδέσμευσης, όχι σαν «επαναστάτης», παρά σα φίλος!
  
Τελικά, το τεχνικό στάδιο ξεπερνιέται πολύ γρήγορα κι αρχίζουν άλλες ζυμώσεις, προσπαθείς να βρείς τις αξίες σου, την ελευθερία, τί είναι αυτό που συγκινεί! Αν μείνεις στο συνηθισμένο, συγκινήσε από μνήμης, π.χ. ένα άκουσμα που σε παραπέμπει στο παρελθόν.


Δυστυχώς, η δική μου γενιά δεν δύναται εν πολλοίς να παραπέμψει στο παρελθόν, αφού τα ακούσματά μας είναι κυρίως από τους ψηφιοποιημένους δίσκους των 78στρ.


Στα ρεμπέτικα υπήρχε ελευθερία, βάζανε κλαρίνα, βιολιά, πάντζο, χτυπούσανε τα πόδια κάτω ή το καπάκι της κιθάρας, κάνανε ό,τι θέλανε με τις φωνές...βλέπεις τί ποικιλία υπήρχε! Η ποικιλία αυτή τυποποιήθηκε σιγά-σιγά, έχοντας φτάσει σήμερα στο εξής: επιστρέφει ο άλλος μετά τη δουλειά στο χώρο του (δε κάνω κριτική, ούτε μιλάω καθέδρας), πιάνει ένα μπουζούκι κι αυτό γίνεται η κολυμπήθρα του Σιλωάμ, δηλαδή «καθάρισα, είμαι ωραίος!»...λες κ’ επειδή παίζω δυό τραγούδια του Μάρκου εξαγνίζομαι! Αν μάλιστα μείνω πιστός στον αρχικό τρόπο παιξίματος, το «σώζω» κιόλας κ’ εξαγνίζομαι ακόμη περισσότερο! Τί είν’ αυτό;! Είμαστε όλοι ετερόφωτοι...εκείνοι ήταν αυτόφωτοι!

Το να ταράξεις, λοιπόν, τα νερά ψάχνοντας την πρώτη ύλη...πώς ξεκίνησε ο άλλος; Να, πήρε το σκάφος ενός μαντολίνου, μεγάλωσε λίγο το μπράτσο (είχαν ταμπουράδες τότε), το αρμάτωσε, λίγο πάνω, λίγο κάτω, κάπου ισορρόπησε τις χορδές, δοκίμασε κουρδίσματα, είδε τα πατήματα, του άρεσε, κόλλησε τη φωνή του απάνω κ’ έφτιαξε ένα πράμμα! Ο επόμενος το άκουσε, άλλαξε τα κλειδιά κ.ο.κ. Αυτό έγινε τότε, εμείς τί περιμένουμε;! Αυτό πρέπει να το «σώσουμε», να το βάλουμε στη σαλαμούρα και να το προσκυνάμε κάθε πρωί;!


Λεπτομέρεια: 12χορδο μπουζούκι με συμπαθητικές χορδές
Κατά καιρούς είχα μπουζούκια με συμπαθητικές χορδές, δίπλα κρεμασμένο ένα λαουτομπούζουκο, παραδίπλα ένα με ροζέτα. Μπαίνει άνθρωπος στο μαγαζί, επαγγελματίας μουσικός που ζεί από αυτό, επειδή τυγχάνει να γνωρίζει κάποιον που βρίσκεται ήδη μαζί μου. Κάθεται μισή ώρα, συζητάμε και φεύγει. Δε μπαίνει καν στη διαδικασία να κοιτάξει, π.χ. το μπουζούκι με τις συμπαθητικές έχει απάνω 12 κλειδιά (γιατί άραγε;..), το άλλο ένα σκάφος μεγάλο σα το κεφάλι μου, το άλλο μικρό με ροζέτα, πώς ακούγεται άραγε; Δεν τον αφορά, φεύγει! Πάει το βράδυ να παίξει...η τραγική πλευρά του παιξίματός του, το αδιέξοδο και η λύση (με γέλιο ή κλάμμα)...πώς απαντάει αυτός ο άνθρωπος στο δίλημμά (που όλοι τόχουμε!) του; Με γέλιο, κλάμμα, με δεξιοτεχνία ή ένα...πρόγραμμα; Αν θέλεις να το λύσεις μέσα σου και δεν το ψάξεις, σημαίνει ότι δεν μπήκες καν στη διαδικασία του διλήμματος!

Αυτά ισχύουν και στην κατασκευή...έχεις π.χ. πάνω στον πάγκο ένα κομμάτι καρυδιά! Μέσα του έχει ιστορία χρόνων, προϋπήρχε των ανθρώπων που δεν ήταν εκεί να φροντίσουν τα δέντρα, έπεφτε το καρύδι, έδινε καινούργια καρυδιά, ξανάπεφτε και πάλι το ίδιο...μέσα από αυτό τον κύκλο και την αλυσίδα κατέληξε κ’ εδώ ένα κομμάτι! Μούρχεται ο άλλος: «Μάστορα, πήρα τη σύνταξη, θέλω να βγάλω το απωθημένο πούχω τόσα χρόνια και θέλω ένα όργανο!», «Μάστορα, χώρισα με τη γυναίκα κ’ είμαι μόνος στο σπίτι, θέλω ένα όργανο να παίζω!», «Μάστορα, είμαι άνεργος, παίζω λίγο μπουζουκάκι και θέλω να βγω στο μεροκάμματο!»...πρόσεξε τί επενδύει στο όργανο! Του γύρισε η ζωή ανάποδα και θέλει μέσα από το όργανο να βρεί τα ίσα του! Δεν είναι, λοιπόν, ξύλο αυτό: είναι αστρική ύλη! Έχεις ένα κανόνα, μια πρώτη ύλη με ιστορία και μια ψυχή που λαχταράει κάτι! Πρέπει να την μεταλλάξεις, στέκεσαι ως διάμεσος! Δεν είναι απλές ιστορίες, είναι ολόκληρη περιπέτεια! (γελάει!) Στην ουσία έχει μια βαρύτητα που αγγίζει τα όρια της τραγωδίας...αγωνίζεσαι εσύ που το φτιάχνεις, ο άλλος που το κρατάει στο χέρι κάτι να εκφράσει, αυτό αντιστέκεται στο χρόνο, τόδεσες χειροπόδαρα, του ασκείς καμμιά 70-80 κιλά τέντωμα...είναι μια αγαπησιάρικη ιστορία, κουβαλάει πολλά! Αυτό που περιμένεις να βγάλει πενιά, να σ’ αγγίξει εσωτερικά...θέλει σεβασμό! Έχει ένα ρόζο, κάπου πείσμωσε, κάπου φάλτσαρε, κάπου γδάρθηκε το βερνίκι...άστο! Είναι τόσο βασανισμένο, στους 68 πόντους μια ζωή! 


Βλέπεις τα δέντρα πώς μεγαλώνουν...πονεμένες, ακίνητες υπάρξεις (να σκέφτονται άραγε;..). Υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι για ένα μαραζωμένο δέντρο, που αναρωτιέται αν φταίει για το χωρισμό δυό νέων που δώσαν όρκους αιώνιας πίστης στη ρίζα του...άλλο να το πεί ο άνθρωπος, άλλο το ζώο κι άλλο το δέντρο!

Έτσι και τα όργανα! Ανεξάρτητα του πόσο καλά (ή λιγότερο καλά) κάνεις μια δουλειά, έχει σημασία το πώς και πού την κάνεις! Το ίδιο γεύεσαι ένα νόστιμο φαγητό στο ταπεράκι δίπλα σ’ ένα ποτάμι με την καλή σου και το ίδιο στην τραπεζαρία; Έχει σημασία το πώς είσαι απέναντι στο όργανο!


Αντέχει τελικά ό,τι και ο άνθρωπος;


Αντέχει, ναί! Επηρεάζονται και τα όργανα, όχι μόνο από την υγρασία, αλλά και από αυτόν που τα κρατάει!

...Έχουν πολωθεί τα πράγματα, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αλλού, δε συμμετέχουν πια...λίγοι είναι διψασμένοι, ζητάει η ψυχή τους...και προσπαθώ! Κανένα οργανοποιείο δεν έχει το...αθάνατο νερό(!) να καλύψει τις δίψες των ανθρωπίνων ψυχών, ούτε ένας μάστορας με τα χέρια του μπορεί να φθάσει τα πράγματα στο απόλυτο. Η όλη ιστορία είναι μέσα στην προσπάθεια ν’ αφήνεις περιθώρια κ’ ελπίδα...

Έρχονται εδώ κατά καιρούς, με ρωτάνε: «Μάστορα, τα καπάκια που βάζεις είναι ρουμάνικα, γερμανικά ή ελβετικά;»...λες και το ξύλο έχει σύνορα! Μιλάμε για κεντρική Ευρώπη, ένας όγκος είναι όπου φύεται η ελάτη! Διαδώθηκε παλιά ότι τα ρουμάνικα είναι τα καλύτερα, ότι οι παλιές ρουμάνικες κιθάρες βγάζανε ήχο...το ακούει λοιπόν ο ενδιαφερόμενος, έχει την πληροφορία στο μυαλό του, βγαίνει στη γύρα για όργανο και μπαίνει με την ερώτηση, όπου εσύ καλείσαι ν’ απαντήσεις! Πρέπει να τον «κόψεις» τί θέλει ν’ ακούσει! Και πρώτα απ’ όλα για να καλύψεις τα νώτα σου,..αν του πείς «βάζω γερμανικό!», σε κατατάσσει αμέσως...δεύτερο! (γελάει!). Αν του πείς «κοίτα φίλε, δε μετράνε αυτά!», θα τον προσβάλλεις, σε κοιτάει με καχυποψία, ότι «πας να του πασάρεις τη σαβούρα!». Τα ίδια και με τις ντούγιες, τον αριθμό τους, το ξύλο...έχεις λοιπόν απέναντί σου ένα δεδομένο που το σέβεσαι, μια διαμορφωμένη γνώμη...πιθανόν νάχει και δίκιο! Πιθανόν να μίλησε μ’ έναν προχωρημένο μάστορα που κατέληξε ότι τα ρουμάνικα καπάκια είναι όντως τα καλύτερα, πιθανόν επίσης ο παλίσανδρος Ονδούρας νάχει μιαν «Α» συμπεριφορά! Δύο είναι τα ενδεχόμενα:

- ή εγώ να το συζητήσω μαζί του αναζητώντας την πηγή της πληροφορίας, να προβληματιστώ, ν’ αλλάξω το στοκ των καπακιών μου, να μπώ τέλος πάντων σε μια διαδικασία σύγκρισης, ή

- να τον πείσω ότι είναι σε πλάνη. Έτσι, μέσα από μια κοινή συνεργασία, θα φτιάξουμε το νέο προϊόν. Άιντε και το φτιάξαμε: χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι! Τί έγινε σ’ όλο αυτό το αλισβερίσι;..

...Αν υποθέσουμε ότι υπαρχει ζωή μετά θάνατον, ότι ζούμε  α ι ώ ν ι α, με μια μορφή συνείδησης δίχως τέλος,..αν υποθέσουμε ότι πάμε στον παράδεισο κ’ έχουμε την επιλογή να ζήσουμε αιώνια μια εμπειρία, μια κατάσταση, το καλύτερο πράγμα, το αποκορύφωμα της ζωής μας...είναι δυνατόν να είναι το...ρουμάνικο καπάκι;! Ίσως η στιγμή που κάνουμε έρωτα, ένας ήχος που ακούσαμε, ένα όργανο;.. Αυτό που σε λυτρώνει στη ζωή, σε λυτρώνει και στην αιωνιότητα! Αν την ώρα, λοιπόν, που σε ρωτήσει κάποιος «τί καπάκι;», τον αγκαλιάσεις δακρύζοντας, τσακισμένος, χαλαρωμένος σα να σβήνεις και του πείς «άστα αυτά ρε φίλε,..άστα τα καπάκια,..έλα να δούμε πέρα απ’ τα καπάκια!»...αυτό ίσως είναι μια λύτρωση, ένα συναίσθημα που μας γλυκαίνει την ψυχή...μακάρι αυτή την επιθυμία να την βάζαμε στα κατασκευάσματα και στον τρόπο που παίζουμε. Οι κανόνες είναι καλοί για να συννενοούμαστε,..το παραπέρα; Φυσικά, αυτά που συζητάμε δεν είναι οργανοποιία! (γελάει!)


Είναι στάση ζωής!



Λεπτομέρεια: φυλακόβιος τζουράς «Κουκουβάγια»
(κατασκευή 2012)
Ξέρεις κάτι; Επειδή δεν κάνω το ίδιο όργανο συνέχεια, έχω δοκιμάσει «τα πάντα» (εν πάση περιπτώσει, πάρα πολλά): χοντρό καπάκι, λεπτό καπάκι, με μεγάλη καμπύλη, με μικρή καμπύλη, τα καμάρια μπροστά, τα καμάρια πίσω, αυτή η κόλλα, η άλλη κόλλα, εκείνο το ξύλο, το άλλο ξύλο, αυτή η κλίμακα...κάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα! Δε μπορώ να ξεφύγω! Δε μπορώ να ξεπεράσω τον εαυτό μου! Είμαι αυτό! Δέ πά’ να φέρω το μέσα έξω, να βγάλω τις τσέπες μου ανάποδα,..είμαι αυτό και το καταλαβαίνω! Ξέρεις τί παθαίνω; Ακούω ή σκέφτομαι κάτι και λέω «Θα το κάνω!», ξεκινάω το καινούργιο όργανο (δε μπορώ αν δεν υπάρχει το κέντρισμα!) με λαχτάρα και τί περιμένω; Αυτό που λαχταράω τόσα χρόνια (τί είναι αυτό...δεν ξέρω!), λ.χ. να κάνω ένα όργανο που...ίπταται(!), να ρίξω μια πενιά και να πάρει η θειά μου απ’ το...Κουκάκι(!) τηλέφωνο λέγοντάς μου «Σ’ άκουσα πούπαιζες!», κάτι τέλος πάντων μαγικό! Σέρνομαι, λοιπόν, ξεκινώντας μηχανικά και μόλις μου μπεί ο διάολος...ωπ! αρχίζει η διαδικασία! Τελικά (συμβαίνει σε όλους), ο άνθρωπος φθάνει σε μια βιολογική ολοκλήρωση, διαμορφώνει τη στάση ζωής και τις σκέψεις του, έχει τις δυνατότητές του...όπως ένας αθλητής που είναι φτιαγμένος όπως είναι. Ένας δρομέας των 100 μέτρων όσο και να προπονηθεί, είναι έτσι φτιαγμένος που, τα 10 δευτερόλεπτα...άιντε να τα πάει στα 9,5! Ο δεύτερος ενδεχομένως να πάει τα 13 στα 12, έτσι είναι φτιαγμένος, ό,τι και να κάνει κινείται σ’ αυτά τα πλαίσια! Εγώ, λοιπόν, ξέρω τί είμαι, τί μπορώ να κάνω και τί κάνουν τα χέρια μου!

...Κάποια στιγμή, πέρασα μια δύσκολη καμπή στη ζωή μου...έπρεπε να τη διαχειριστώ...κι αυτό ξαφνικά «κατέβηκε» στο όργανο! Η προσέγγιση είναι αυτό που αγιάζει τα πράγματα, δεν είναι η πρώτη ύλη!..Τρώς τα κεφτεδάκια της γιαγιάς σου και πάς στον παράδεισο,..είναι το τηγάνι, το χέρι που βάζει τ’ αλάτι...πάς στον σεφ, άλλη γεύση! Τί φταίει;! Σάμπως ο κιμάς;! (γελάει!)


Ήδη σε ορισμένα λεγόμενά σου συνέλαβες διαισθητικά το «δήθεν», την εμπάθεια και το κενό που διέπει τους -όπως τους χαρακτηρίζω εγώ- «φαύλους ρεμπετοκύκλους»! Το παράδοξο βέβαια, είναι πως το λαϊκό τραγούδι -ως αφετηρία και λόγος ύπαρξης- πρεσβεύει ακριβώς τ’ ανάποδα! Πώς το ερμηνεύεις;


Οι αρχαίοι λέγανε: «ίδιον της αρετής το κρύπτεσθαι!», που σημαίνει πως ό,τι είναι φανερό, δύσκολα είναι κ’ ενάρετο!..Όταν κάποιος πάρει το δρόμο του, η κατάληξη σ’ όλα τα πράγματα είναι η θυσία!

...Ας πάρουμε σαν αφετηρία τα όργανα. Φτιάχνεις ένα όργανο κ’ είσαι, ας πούμε, σ’ αυτό το σημείο (δείχνει ένα μισοτελειωμένο μπουζούκι), στο στεφάνι που ενισχύει τα κρατήματα και πατάει το καπάκι. Το κολλάς, λοιπόν, προσπαθώντας όσο το δυνατόν να μην έχεις τζόγους...και προκύπτει μιαν ατέλεια, η οποία όταν μπει το καπάκι δε φαίνεται, δεν υπάρχει! Το παλεύεις,..αλλά αυτό δεν είναι η ακρίβεια στην κατασκευή! Ένα ρομποτικό μηχάνημα που κατασκευάζει π.χ. γιαπωνέζικες κιθάρες, κόβει τα πάντα τ έ λ ε ι α! Το ζητούμενο δεν είναι να φτάσεις το μηχάνημα...θυσιάζεις το χρόνο, την προσπάθεια, την κούρασή σου, το μούδιασμα στα χέρια για να το κάνεις! Είναι η ζωή σου, οι αναπνοές σου, ο χρόνος σου, τα χρόνια που ζεις...(θα μπορούσες να το κάνεις και συνοπτικότερα, κοτσάροντας πάνω και κάτι που γυαλίζει, αυτό βλέπει άλλωστε ο άλλος) Το ότι τόχεις κάνει, είναι μια προσέγγιση χωρίς λογική, η φύση δεν το κάνει αυτό, έχει μια λειτουργία πάνω στην πραγματικότητα, υπάρχει εξέλιξη,..είναι μια καθαρά άνθρώπινη ιδιότητα.


Λεπτομέρεια: μισομπούζουκο «Φάλαινα»
(κατασκευή 2012, εκλάπη στις 07.02.2013)
Η ύστατη συμπεριφορά στον κόσμο μας, είναι η έννοια της θυσίας και δεν έχει δικαίωση, αλλιώς θα ήτανε δόξα! Δεν έχει αντίκρυσμα, δε πληρώνεται (αλλιώς, θα ήτανε εργασία επ’ αμοιβή)! Είναι κάτι που γίνεται και φεύγει...το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή μιλάω γι αυτή τη λεπτομέρεια,..απαλλοτριώνω τη θυσία, είναι κακό και δε θάπρεπε! Όταν, λοιπόν, όλα είναι εμπόρευμα, όλα έχουν μιαν αξία, κάποιοι δικαιώνονται ή πρέπει να δικαιωθούνε, όταν άνθρωποι ή πράξεις αναδύονται στην επιφάνεια κ’ έχουν την...«κοινή αποδοχή», απομακρυνόμαστε από την έννοια της θυσίας. Πρέπει να γίνεται κάτι, ν’ αφήνει το στίγμα και να μήν υπάρχει από πίσω περιγραφή ή οτιδήποτε άλλο, απλά νάχει συμβεί σα φυσική διαδικασία με την ανθρώπινη επέμβαση. Αυτό είναι το 1+1 = δύο και κάτι! Όταν υπάρχουν άνθρωποι που εξαργυρώνουν το λαϊκό πόνο, τη μαγκιά, τον νταλκά, το συναίσθημα, την παράδοση και γενικότερα οτιδήποτε έχει μιαν ανταμοιβή σαν αξία, είναι εκπόρνευση! Αυτό (δείχνει το μικρόφωνο), είναι εκπόρνευση! Τρώμε, πίνουμε, τα λέμε κ’ εκεί τελειώνει η ιστορία...γυρνάμε σπίτι μας, αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας και τους περνάμε μέσα από τη αγκαλιά τα όσα λέμε.

«Ίδιον της αρετής το κρύπτεσθαι!», αλλά έδω έχουμε να κάνουμε με φανερά (γελάει!) και τα μονοπάτια αυτά είναι επικίνδυνα...εσύ Πίκινε τα παρατηρείς, τα συζητάς, δικαίως σε πνίγει μια αγανάκτηση,..αλλά δε βρίσκεις άκρη, ούτε τον κόμπο θα λύσεις,..δεν υπάρχει «δικαίωση».

Η σιωπή τελικά, είναι μεγάλη υπόθεση,..το ζητούμενο όταν παίζουμε μουσική, είναι η σιωπή. Φαντάσου να σωπάσει όλη η γης, να χαθούνε όλοι οι ήχοι, απόλυτη ησυχία,..κ’ εσύ να έχεις την εξουσία να παράξεις έναν ήχο. Είναι δυνατόν ο ήχος αυτός νάναι ενός μπουζουκιού που αγαπάς;! Είναι ιεροσυλία μετά από όλη την πανδαισία των ήχων! Ας το κανουμε πιό ήπιο...πάς εκδρομή και φτάνεις σ’ ένα βουνό ή σε μιαν ακρογιαλιά, απίστευτο σούρουπο και ιιίσα που ακούγεται ο φλοίσβος, το κύμα που γλύφει το βράχο, ο γλάρος κάπου μακριά, μια τράτα...και βγάζεις τ’ όργανο...Τί θα παίξεις εκεί μωρέ Καραμήτρο;! (γελάει!) Μαγκιές θα κάνεις, δεξιοτεχνίες;! Πάρε τον καλύτερο Μάρκο ή Τσιτσάνη, μπορείς εκείνη την ώρα να τον παίξεις; Μ ε  π ο λ ύ  σ ε β α σ μ ό,  πολύ-πολύ αγαπησιάρικα, ίσα που θα το κρατήσεις και θα κάνεις μια (γκρανγκ...)...αφήνοντάς το να σβήσει, και θα δείς ότι η σιωπή είναι πολυτιμότερη! Ταράζοντας επομένως τις ησυχίες, τους ήχους, τη ζωή και τα συναισθήματά μας...θέλει να ξεκινήσουμε από την αρχή, από την απόλυτη ησυχία γεμίζοντας την πλάση με ήχους! Πώς όμως νάσαι αυστηρός με τους ανθρώπους;..

Υπάρχει το εξής ποίημα:

[5]Ο άνεμος πού φυσάει στη Βόρεια Πύλη είναι γεμάτος άμμο,
μονάχος από τότε πού άρχισε ο χρόνος μέχρι τώρα!
Τα δέντρα ξεριζώνονται και το φθινόπωρο η χλόη κιτρινίζει.
Από τη μια στην άλλη πολεμίστρα σκαρφαλώνω
τη γη για ν' αγναντεύω των βαρβάρων:
κάστρο που ρήμαξε, ο ουρανός, η έρημος απέραντη.
Σε τούτο το χωριό δεν έχει μείνει λίθος επί λίθου.
Οστά που ξάσπρισαν κάτω από χίλιες παγωνιές,
ψηλοί σωροί, που κρύβονται κάτω απ' τα δέντρα και τη χλόη·
Άραγε ποιός να σκόρπισε αυτό το χαλασμό;
Ποιός νάχει φέρει πύρινη ως εδώ τη λύσσα του αυτοκράτορα;
Ποιός να κουβάλησε στρατό με κύμβαλα και τύμπανα;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια άνοιξη καλοσυνάτη, γύρισε σ' αιματόβρεχτο φθινόπωρο,
το μεσιανό βασίλειο σκέπασε ο αχός των μαχητών,
τριακόσιες εξήντα χιλιάδες,
θλίψη· έπεσε η θλίψη σα βροχή.
Θλίψη να πας και θλίψη, θλίψη βαθιά για να γυρίσεις.
Έρημοι, ρημαγμένοι αγροί,
χωρίς παιδιά πάνω τους να παλεύουν,
ούτε άντρες πια για επίθεση ή για άμυνα.
Άχ, πώς θα μάθετε, λοιπόν, για κείνη τη θεοσκότεινη τη θλίψη στην
πύλη του Βορρά,
εκεί πού δέ θυμούνται πια τ' όνομα του Ριχάκου,
και τους φρουρούς εμάς πού 'χουν κατασπαράξει οι τίγρεις.

Βάζει το μαχαίρι στην πληγή, κυλάει ο χρόνος...η λήθη είναι πάνω απ’ όλα! Οι διαπιστώσεις που κάνεις, η προσωπική σου στάση, οι ποιότητες που αναζητάς, είναι πεπερασμένα κι αυτό είναι το τραγικό! Όταν σου προκύψει το αδιέξοδο, το κενό, φθάσεις στο τέρμα,..εκεί απάνω στήνεται το δάκρυ μας, ο πόνος μας, η Τέχνη!

(χαμογελώντας με νόημα, απαγγέλει:)

Στην άκρη του οργάνου, κάτω απ’ το καπάκι, ένας μικρός ρόζος κοιμάται...

 

Αθήνα, Σάββατο 08.12.2012

Σημειώσεις:

[1]Αθανασίου, Θανάσης „Δάσκαλος“. Ρεμπέτης, οργανοπαίκτης, συνθέτης και οργανοποιός. Λεπτομέρειες για τον βίο και πολιτεία του στην αυτοβιογραφία: Αθανάσιος Αθανασίου: Αυτή είναι η ζωή μου [Αίγινα, 1997]

[2]Generlich, Eckhard (με μια μικρή επιφύλαξη στην ορθογραφία του ονόματος). Γερμανός οργανοποιός που δραστηριοποιήτο στην Ελλάδα με την κατασκευή λαϊκών οργάνων. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες, ούτε και ο Καφετζόπουλος θυμάται τίποτα περσότερο.

[3]Μπράς, Νίκος. Οργανοποιός.

[4]Από την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Καφετζόπουλου: Η κρίση και τα πορτοκάλια (σελ. 17-18) [Εκδόσεις Οδυσσέας, Σεπτέμβριος 1979]

[5]Pound, Ezra: Κατάη (σελ. 33) [Εκδόσεις Άγρα, 1997]